μαστιγούτω

μαστιγούτω
μαστῑγούτω , μαστιγόω
whip
pres imperat act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεμίζω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω» 3. μέσ. θεμίζομαι ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”